Την χθεσινή απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αναφορικά με το μονοπώλιο του ΟΠΑΠ σχολιάζει με ανακοίνωσή του ο σύνδεσμος The European Lotteries, μέλος του οποίου είναι ο ΟΠΑΠ.
Ολόκληρη η ανακοίνωση έχει ως εξής:
«Στις 24 Ιανουαρίου, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) εξέδωσε την απόφασή του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-186/11 and C-209/11 (Stanleybet, William Hill and Sportingbet).
Το ΔΕΕ έπρεπε να αξιολογήσει τρεις διαφορετικές πτυχές της ελληνικής νομοθεσίας, δηλαδή (i) τη συμβατότητα της θέσης που η ΟΠΑΠ κατέχει στην ελληνική αγορά με το κοινοτικό δίκαιο, (ii) την πιθανότητα να χορηγηθεί μεταβατική περίοδος σε περίπτωση ασυμβιβάστου της εθνικής κανονιστικής ρύθμισης προς το κοινοτικό δίκαιο και (iii)τα όρια της εξουσίας των Κρατών Μελών σε περίπτωση που δεν επιτρέπονταν η χορήγηση μεταβατικής περιόδου.
Ως προς το πρώτο θέμα το Δικαστήριο έκρινε ότι εναπόκειται στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων να κρίνουν αν το μονοπώλιο ενός κράτους μέλους είναι συμβατό με τις προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία του ΔΕΕ (δηλαδή συνέπεια, αναλογικότητα και μη διάκριση). Το Δικαστήριο καταλήγει ότι η συμβατότητα του μονοπωλίου της ΟΠΑΠ με το κοινοτικό δίκαιο θα πρέπει να αξιολογηθεί από το Ελληνικό Δικαστήριο βάσει, μεταξύ άλλων, των κριτηρίων που το ΔΕΕ έχει καθορίσει. Παρόλα αυτά καμία παραβίαση του κοινοτικού δικαίου δε θεμελιώνεται. Αντιθέτως, το Δικαστήριο υπογραμμίζει για μια ακόμη φορά ότι κάθε κράτος μέλος που αναζητά να διασφαλίσει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας μπορεί να κρίνει ότι αυτό επιτυγχάνεται μόνο μέσω της χορήγησης αποκλειστικών δικαιωμάτων σε ένα μόνο νομικό πρόσωπο.
Επιπλέον το Δικαστήριο επισήμανε στην παράγραφο 45 την αρχή που απορρέει από την υπόθεση Sporting Exchange και που αφορά στα μειονεκτήματα που συνεπάγεται η υιοθέτηση ενός συστήματος ελεύθερου ανταγωνισμού για την προστασία των παικτών. Ειδικότερα, το Δικαστήριο τόνισε ότι η καθιέρωση ενός συστήματος ελεύθερου ανταγωνισμού όπου πολλοί θα έχουν την άδεια να εκμεταλλεύονται τα ίδια τυχερά παιχνίδια θα μπορούσε να αυξήσει τις δαπάνες των καταναλωτών που συνδέονται με τα τυχερά παιχνίδια, καθώς και τους κινδύνους εξαρτήσεως από τα παιχνίδια αυτά.
Τέλος, στην παράγραφο 46, το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση χορηγήσεως μεταβατικής περιόδου σε περίπτωση ασυμβιβάστου της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως προς τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την υποχρέωση του οικείου κράτους μέλους να ελευθερώσει την αγορά των τυχερών παιγνίων, αν εκτιμά ότι μια τέτοια ελευθέρωση δεν συνάδει προς το επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και της κοινωνικής τάξεως το οποίο το κράτος μέλος αυτό σκοπεί να διασφαλίσει. Επί της ουσίας εκρίθη ότι σύμφωνα με το ισχύον κοινοτικό δίκαιο, ένα κράτος μέλος εξακολουθεί να διαθέτει την απόλυτη διακριτική ευχέρεια αφενός να διαμορφώσει το δικό του νομοθετικό περιβάλλον κι αφετέρου να μεταρρυθμίσει το υφιστάμενο μονοπώλιο προκειμένου αυτό να καταστεί συμβατό προς τις διατάξεις της Συνθήκης, σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες της κοινωνίας, χωρίς να υποχρεούται να προβεί σε απελευθέρωση της αγοράς, που άλλωστε θεωρείται πράξη προσφέρουσα ήσσονος σημασίας προστασία στους καταναλωτές».
Το ΔΕΕ έπρεπε να αξιολογήσει τρεις διαφορετικές πτυχές της ελληνικής νομοθεσίας, δηλαδή (i) τη συμβατότητα της θέσης που η ΟΠΑΠ κατέχει στην ελληνική αγορά με το κοινοτικό δίκαιο, (ii) την πιθανότητα να χορηγηθεί μεταβατική περίοδος σε περίπτωση ασυμβιβάστου της εθνικής κανονιστικής ρύθμισης προς το κοινοτικό δίκαιο και (iii)τα όρια της εξουσίας των Κρατών Μελών σε περίπτωση που δεν επιτρέπονταν η χορήγηση μεταβατικής περιόδου.
Ως προς το πρώτο θέμα το Δικαστήριο έκρινε ότι εναπόκειται στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων να κρίνουν αν το μονοπώλιο ενός κράτους μέλους είναι συμβατό με τις προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία του ΔΕΕ (δηλαδή συνέπεια, αναλογικότητα και μη διάκριση). Το Δικαστήριο καταλήγει ότι η συμβατότητα του μονοπωλίου της ΟΠΑΠ με το κοινοτικό δίκαιο θα πρέπει να αξιολογηθεί από το Ελληνικό Δικαστήριο βάσει, μεταξύ άλλων, των κριτηρίων που το ΔΕΕ έχει καθορίσει. Παρόλα αυτά καμία παραβίαση του κοινοτικού δικαίου δε θεμελιώνεται. Αντιθέτως, το Δικαστήριο υπογραμμίζει για μια ακόμη φορά ότι κάθε κράτος μέλος που αναζητά να διασφαλίσει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας μπορεί να κρίνει ότι αυτό επιτυγχάνεται μόνο μέσω της χορήγησης αποκλειστικών δικαιωμάτων σε ένα μόνο νομικό πρόσωπο.
Επιπλέον το Δικαστήριο επισήμανε στην παράγραφο 45 την αρχή που απορρέει από την υπόθεση Sporting Exchange και που αφορά στα μειονεκτήματα που συνεπάγεται η υιοθέτηση ενός συστήματος ελεύθερου ανταγωνισμού για την προστασία των παικτών. Ειδικότερα, το Δικαστήριο τόνισε ότι η καθιέρωση ενός συστήματος ελεύθερου ανταγωνισμού όπου πολλοί θα έχουν την άδεια να εκμεταλλεύονται τα ίδια τυχερά παιχνίδια θα μπορούσε να αυξήσει τις δαπάνες των καταναλωτών που συνδέονται με τα τυχερά παιχνίδια, καθώς και τους κινδύνους εξαρτήσεως από τα παιχνίδια αυτά.
Τέλος, στην παράγραφο 46, το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση χορηγήσεως μεταβατικής περιόδου σε περίπτωση ασυμβιβάστου της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως προς τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την υποχρέωση του οικείου κράτους μέλους να ελευθερώσει την αγορά των τυχερών παιγνίων, αν εκτιμά ότι μια τέτοια ελευθέρωση δεν συνάδει προς το επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και της κοινωνικής τάξεως το οποίο το κράτος μέλος αυτό σκοπεί να διασφαλίσει. Επί της ουσίας εκρίθη ότι σύμφωνα με το ισχύον κοινοτικό δίκαιο, ένα κράτος μέλος εξακολουθεί να διαθέτει την απόλυτη διακριτική ευχέρεια αφενός να διαμορφώσει το δικό του νομοθετικό περιβάλλον κι αφετέρου να μεταρρυθμίσει το υφιστάμενο μονοπώλιο προκειμένου αυτό να καταστεί συμβατό προς τις διατάξεις της Συνθήκης, σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες της κοινωνίας, χωρίς να υποχρεούται να προβεί σε απελευθέρωση της αγοράς, που άλλωστε θεωρείται πράξη προσφέρουσα ήσσονος σημασίας προστασία στους καταναλωτές».
0 γραψτε το σχολιο σας:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ όταν σχολιάζετε ανώνυμα να είστε ευγενείς και να αποφεύγετε τα προκλητικά σχόλια.
Σχόλια τα οποία προέρχονται από χρήστες των οποίων τα στοιχεία δεν είναι ευκρινώς αναγνωρίσιμα και περιέχουν προσβλητικές εκφράσεις ή αφήνουν υπονοούμενα θα διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.
Η ουσία της παρέμβασης του καθένα πρέπει να αφορά γεγονότα ή καταστάσεις και όχι πρόσωπα.