από τη Θάσο
Θάσος 15 Ιούλη
2012
Προς τους
συναδέλφους που ανησυχούν για το μέλλον
της ΟΠΑΠ Α.Ε.
Η γνωριμία μας
ξεκίνησε αρκετά χρόνια πριν. Κάπου στα
τέλη του 1999. Χρειάστηκαν χρόνια για να
μαζέψουμε τις ιδέες μας, ξεχωριστά του
καθενός, να τις κάνουμε κώδικα και να
τις τυπώσουμε σε σαφείς προτάσεις. Κι
αυτό γόνιμος συνδικαλισμός είναι. Πολύ
σημαντικός.
Μετά
συνειδητοποιήσαμε πως δεν φτάνει να
προτείνεις. Μόνο αν έχεις την ευθύνη
της Διοίκησης, μόνο έτσι μπορούν οι
προτάσεις να γίνουν πραγματικότητα.
Και για 21 μήνες μαζευόμασταν με κάθε
ευκαιρία, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, να
φέρει ο καθένας μας ακόμη έναν, να
γνωριστεί μαζί μας, να γίνουμε πιο
πολλοί. Και το πετύχαμε.
Για 21 πάλι μήνες
-σύμπτωση- είχα την τιμή να σας εκπροσωπώ
στις διεκδικήσεις μας. Το τι καταφέραμε
έχει ήδη γραφεί κι από την καλή κι από
την ανάποδή του. Κύλησαν στη συνέχεια
κάποιοι μήνες σε άλλο πόστο. Κι αυτό
σημαντικό.
Τον Ιούλιο του
’10 ήρθε η ώρα να πάρουν τη σκυτάλη νέοι.
Καινούργιοι νέοι ή παλιοί νέοι, δεν έχει
σημασία. Μετά για 21 μήνες -κι αυτό
σύμπτωση- συμμετείχα στους αγώνες μας
από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Κι
αυτό σημαντικό είναι. Να έχουν τον νου
τους οι διοικούντες πως ελέγχεται κάθε
απόφαση τους. Ως και φέτος τον Απρίλη.
Η κοινή μας πορεία τελείωσε εκεί. Καλά
ήταν. Και φίλους έκανα κι εχθρούς. Δεν
μπορούσε να γίνει διαφορετικά.
Τώρα δεν είμαστε
ούτε εχθροί ούτε φίλοι. Ο καθένας
ξαναγύρισε στη ζωή του. Κι αν κάπου -
κάπου συμβαίνει κάτι που με στενοχωρεί,
όπως πριν ένα μήνα το καραβάνι για το
EURO, τα κρατώ πια για τον
εαυτό μου. Όμως μερικοί τηλεφωνούν
ακόμη. Κάποιοι παραπονούνται πως τίποτε
δεν έγινε από τότε και είναι θυμωμένοι.
Κακώς.
Μετά τις μάχες,
εξ ίσου σημαντικό είναι και να κρατηθούν
τα κεκτημένα. Τώρα αυτήν την εποχή ζούμε.
Η ΠΟΕΠΠΠ αμύνεται. Θα έρθουν φυσικά ξανά
οι καιροί για επίθεση. Τώρα μετρά η
άμυνα.
Πολλοί ρωτούν
τη γνώμη μου για την πώληση της ΟΠΑΠ.
Συνδικαλιστικός λόγος δεν θα ξανακουστεί
από τα χείλη μου. Το ξεκαθαρίσαμε αυτό.
Γι’ αυτό και θα σας γράψω μόνο ένα
παραμύθι. Κι αν σας απογοητεύει αυτό,
διαβάστε το να περάσει η ώρα. Η πελατεία
μας μάκρυνε για τις παραλίες και μόνο
τα καλοκαιρινά έντομα έμειναν, να μας
κάνουν συντροφιά.
Το
πλάνο
Σε κείνα τα
χώματα, για την ακρίβεια μέσα τους,
κυριαρχεί το μάρμαρο. Κι από πάνω, μέχρι
που φτάνει το μάτι, το πιο πλούσιο δένδρο.
Το πεύκο. Πλούσιο γιατί δεν χρειάζεται
τίποτε περισσότερο από αυτά που έτυχε
να έχει. Ζει στην αφθονία του. Δεν φθονεί
υψόμετρα ούτε ρυάκια ούτε πλούσια εδάφη
ούτε κρύο ούτε ζέστη. Γύρω τους η θάλασσα.
Το πεύκο βρίσκεται
παντού. Το καλοκαίρι κολυμπάς και ρίχνει
τη σκιά του στο κύμα. Τα κουκουνάρια
του τα
παίρνει ο
αέρας και φυτρώνουν όπου συναντήσουν
μια χούφτα χώμα. Δεν την ξέρουν
εκεί την
τέχνη των
Κινέζων για
τα πεύκα
μπονσάι, μα στα
κεραμίδια τους
ζουν πολλά τέτοια.
Αν χρειαστεί
να κόψεις πεύκα κι έχεις γομάρι, τα
ξεκλαρίζεις επί τόπου κι αφήνεις τα
κλαδιά για προσάναμμα στην επόμενη
πυρκαγιά. Το καλοκαίρι τις παρακολουθούν
οι κάτοικοι όλοι μαζί, σαν φυσικό
καλλιτεχνικό δρώμενο κάθε μήνα και
βρίζουν την Κυβέρνηση. Το φορτίο θέλει
δέκα λεπτά να
το κουβαλήσεις σπίτι.
Αν πάλι
χρειάζεσαι πολύ
ξυλεία και
δεν έχεις
μουλάρι μα
βάρκα, σε
δέκα λεπτά
-ίση απόσταση- πηγαίνεις στο παραλιακό
δάσος αντί για το βουνό. Ξεκινάς από τα
κοντινότερα στη θάλασσα, τα
πελεκάς επί
τόπου και τα αφήνεις να κυλήσουν στο
νερό. Τα δένεις πίσω από τη βάρκα και τα
ρυμουλκάς γρήγορα κι εύκολα, όπου θες.
Το μάρμαρο είναι
κάτασπρο, ξακουστό στους τεχνίτες του
κόσμου. Οι ντόπιοι εκεί, χιλιάδες χρόνια
τώρα, το μόνο που κέρδισαν από αυτό ήταν
να τούς προστατεύει από τις ζημιές των
σεισμών. Τα θεμέλια
πάνω σε
μάρμαρο δεν
ταλαιπωρούνται.
Αυτό είναι
το καλό.
Και ουδέν καλόν αμιγές κακού. Το
μάρμαρο έφερνε τούς ενδιαφερόμενους
από τις τέσσερις γωνιές τής οικουμένης.
Έτσι όμως γνώρισαν και το δάσος και την
εύκολη ξύλευση του. Από τα πανάρχαια
χρόνια οι Φοίνικες και οι Παριανοί,
Αθηναίοι, Λάκωνες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί,
Αγαρηνοί και Αιγύπτιοι και Γάλλοιˑ
όλα τα θαλασσινά ασκέρια κάθε εποχής.
Έφερναν κι άφηναν εξόριστους πέντε δέκα
χρόνια μέχρι να μαζέψουν όση ποσότητα
ξυλείας χρειαζόταν και μετά τούς
αμολούσαν λεύτερους να πετσοκόψουν και
κάθε ζωντανό που έβρισκαν μπροστά τους.
Το πεύκο τη
θέλει και την πυρκαγιά του και την άναρχη
ξύλευση. Αρκεί αυτό που καταστρέφεται
να έχει προλάβει να βγάλει σπόρους. Αν
το πεύκο δεν καεί ή κοπεί, σαπίζει όρθιο
και δεν αφήνει τον ήλιο να μεγαλώσει τα
νεώτερα από κάτω. Το δάσος γερνάει και
πεθαίνει. Αυτό δεν το ξέρουν τα ρίφια
κι ούτε θέλουν να το μάθουν οι τσοπάνηδες,
πειρατές τής φύσης. Τα φέρνουν από τα
πρώτα χρόνια στα καψάλια και τα βάζουν
να τα ρημάξουν. Καταστρέφουν τα νέα
δένδρα πριν καρπίσουν και το μέρος
ξηραίνεται. Τα χώματα, από τη βροχή και
τον αέρα, κατηφορίζουν μια για πάντα
στη θάλασσα και μένει από κάτω γυμνό το
μάρμαρο. Να τη πάλι η άσπρη πέτρα.
Δεν τα ξέρουν
όλα αυτά τα αμνοερίφια, δεν έκαναν τον
κόπο να τα μάθουν και οι κάτοικοι. Κι
ούτε τούς ενδιέφερε. Αυτοί βαρέθηκαν
δυο χιλιάδες χρόνια τις σφαγές, τούς
βιασμούς και τις καταστρο-φές κάθε
σαράντα - πενήντα χρόνια, όταν ωρίμαζε
το δάσος. Πήραν των ομματιών τους κι
άφησαν έρμη την περιοχή. Όμως το ίδιο
το πεύκο που έδιωξε τον κόσμο, αυτό ήταν
πάλι η αιτία να ακουστούν, εκατοντάδες
χρόνια αργότερα, ξανά κλάματα μωρών
στον ερημωμένο τόπο.
Το προτελευταίο
ασκέρι, που έφτασε ξανά σε κείνα τα μέρη,
ξεκίνησε από κοντινά μοναστήρια. Το
πεύκο τούς έφερνε κάθε καλοκαίρι, να
αφήνουν στη δροσιά του τα μελίσσια τους,
να μη σκάνε από τη ζέστη. Μα βρήκαν και
πολλές ελιές και ψάρι και καρπούς για
ξήρανση κι άγρια αμπέλια, είχαν
τα μελίσσια, πέταξαν τα ράσα, κάλεσαν
και ξεχασμένους συγγενείς, γκάστρωνε
ο ένας την κόρη τού άλλου,
αυγάτισε το πρώτο
χωριό, δεν τούς χωρούσε,
πήγαν παραδίπλα κι
έφτιαξαν το δεύτερο, το
τρίτο, το
τέταρτο, όλα καλογερικά. Αϊ Γιώργης,
Παναγιά, Θεολόγος, Σωτήρας και πάει
λέγοντας. Γέμισε η περιοχή τυχοδιώκτες.
Ξένους με τα χώματα.
Τελευταίοι
ήρθαν οι πρόσφυγες από τη Μικρασία, αλλά
αυτοί ήταν για καλό. Γιατί και τον τόπο
αγάπησαν και τη θάλασσα την ήξεραν και
νοικοκυραίοι ήταν εκεί που ξεσπιτώθηκαν.
Πάντως κι αυτοί ξένοι, που έφτασαν
γυρεύοντας την τύχη τους. Κανείς ντόπιος.
Κι όπως ήρθαν, έτοιμοι ήταν πάντα
να ξαναφύγουν.
Τα αγάπησαν
τα χώματα
μα στην ψυχή τους ποτέ δεν τα ένοιωσαν
δικά τους. Πάντα
κοιτούσαν
μακριά, τη
θάλασσα που
τούς έφερε.
Τι πείραζε
λοιπόν αν
ξεκοίλιαζαν τη
γη εδώ;
Αυτό ξεκίνησε
πριν έναν αιώνα. Κάποιος παιδευόταν
χρόνια να βγάζει την άσπρη πέτρα, όπου
την έβρισκε εύκολη και στρωτή, και σε
αυτήν πελεκούσε τη μοναξιά του. Κάποτε
άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο και κίνησαν
οι συγγενείς για την καλύβα του στο
βουνό, να αρπάξουν ό,τι μπορεί να είχε
αφήσει πίσω του. Έμειναν με το στόμα
ανοιχτό αντικρίζοντας τις εκατοντάδες
σκαλισμένες πέτρες. Από μικρές, μιας
χούφτας, μέχρις το ύψος τους.
Τις ξεφορτώθηκαν
για ένα κομμάτι ψωμί, σε έναν που έκοβε
το μάτι του, κι αυτές ταξίδεψαν στα
πέρατα τού κόσμου κι έκαναν πάλι γνωστό
το μάρμαρο τής περιοχής. Δυο - τρεις
κατάλαβαν την ευκαιρία και πήραν κάτι
ψευτομηχανήματα και πολύ δυναμίτη, να
πολεμήσουν το βουνό. Κόπηκαν χέρια και
πόδια στις ανατινάξεις, χάθηκαν μάτια
και κεφάλια, χάθηκαν προπαντός και
πολλές πηγές για τα ζωντανά τού δάσους.
Τι τούς ένοιαζε; Ξένοι ήταν σε κείνα τα
χώματα.
Λίγοι έφαγαν
ψωμί από αυτή τη δουλειά. Γιατί από
είκοσι πέτρες μόνο μια είναι τόσο καθαρή
όσο τη χρειάζεται ο καλλιτέχνης. Και
γέμισε το βουνό ξωφάρια παρατημένα.
Παραπονιόταν οι ξυλάδες πως δεν μπορούσαν
να περάσουν τα φορτηγά τους. Πονηρός ο
κοινοτάρχης τότε, έβαλε με έξοδα
τού χωριού
να μαζέψουν
τις εκατοντάδες
πέτρες να
καθαρίσει το δάσος. Δυο χρόνια μάζευαν.
Και τις πήρε και τις πέταξε μακριά. Όχι
πολύ μακριά, μόνο σε μακρινό ξάδελφο
που είχε σπαστήρα, να βγάλει από το
μάρμαρο άσπρο χαλίκι. Πλήρωσε το χωριό
μέχρι και τα μεταφορικά, έμειναν
ευχαριστημένοι οι ξυλάδες κι έριχναν
μονοκούκι την ψήφο τους στον Πρόεδρο
κι έκανε κι αυτός τη μπάζα του, να
αυγατίσει το βιος του. Όμως κάποτε η
πέτρα τέλειωσε κι ο ξάδερφος ήθελε κι
άλλη. Ήρθε
κι άνοιξε
κανονικό
λατομείο, με
χαρτιά από
τον Πρόεδρο,
που έγινε
κρυφός συνεταίρος.
Πάει το δάσος. Μια τρύπα εδώ, δυο παραπέρα,
εξαφανίστηκαν οι λαγοί, πάνε και οι
πέρδικες. Όποιος παραπονιόταν δυνατά,
τού έβρισκε δουλειά ο Πρόεδρος για τον
ίδιο ή για τούς δικούς του. Τα τάλιρα
πλάκωσαν τις γλώσσες. Μα άνοιξαν τα
μάτια. Κι όταν ο Πρόεδρος μαυρίστηκε
πρώτη φορά, για άλλον λόγο, τότε κι άλλοι
ζήτησαν άδειες να βγάζουν την άσπρη
πέτρα. Γέμισε το βουνό λεμόνια και
λεμονόκουπες!
Έπαιρναν καλάθια
με λεμόνια, περπατούσαν στα βουνά κι
έξυναν τα χώματα. Έστυβαν τον χυμό κι
αν άφριζε η πέτρα από κάτω, νοίκιαζαν
για ένα κομμάτι ψωμί τη γύρω περιοχή
και την ξεκοίλιαζαν να βρουν το μάρμαρο.
Ασβεστίτης η πέτρα κι ένωνε με το οξύ.
Το κόλπο το έμαθαν από τούς τοκογλύφους
τής εποχής που, όταν ήταν να πάρουν γης
για αμανάτι, την έψαχναν πρώτα με το
λεμόνι. Γιατί αν από κάτω είχε μεγάλη
πέτρα, στα δυο τρία μέτρα, τότε δεν έπιανε
τον παρά της. Δεν την αγόραζε κανείς να
την οργώσει και δεν έβγαινε διάφορο.
Τα
βουνά γέμισαν
λεμόνια και πέτρες. Στις πλαγιές
κατρακυλούσαν τα πεταμένα μπάζα, το
πράσινο σκεπάστηκε με άσπρη σκόνη.
Γέμισαν όμως και οι αγορές, έπεσε η τιμή,
δεν σύμφερε για τούς μικρούς, έκλεισαν
κατεστραμμένοι κι άφησαν πίσω τους να
χάσκουν μαύρες τρύπες στα βουνά. Κάποιοι
μέχρι που αυτοκτόνησαν και μερικοί από
τούς άλλους, τούς λίγους που είχαν μεγάλο
θυμό για το δάσος, πήγαιναν παραδίπλα
από το σπίτι που ξενυχτούσε το λείψανο
και στήνανε σιωπηλά γλέντια, τσουγκρίζοντας
τα ποτήρια τους «απιέναι ες κόρακας».
Να τον αφήσουν άταφο τον άτιμο, να γίνει
τροφή για τα κοράκια…
Μετά τούς μικρούς
ήρθε και η σειρά των μεγάλων να στριμωχτούν.
Και τότε εμφανίστηκαν οι Κινέζοι. Με
ανατολίτικα παζάρια αγόραζαν κοψοχρονιάς
τα πάντα. Τίποτε δεν έμενε για κέρδος
μα
μήτε
και πέτρα
απούλητη. Τι να
κάνουν οι
μαρμαράδες, ξεπουλούσαν
περιμένοντας τις
καλύτερες μέρες. Τώρα που είχε
περιοριστεί η παραγωγή, έλπιζαν πως θα
ξανάβρισκαν τις παλιές καλές τιμές, αν
άντεχαν λίγο ακόμη. Οι Κινέζοι πάλι,
πουλούσαν στις διεθνείς αγορές τις
καλές πέτρες σχεδόν στο
κόστος και
τούς έμενε
η ζημία
από τις
απούλητες. Τις έσπαζαν σε χαλίκια και
κάπως μετρίαζαν. Στα
καφενεία,
ρωτώντας τούς ντόπιους μεγαλολατόμους
να ερμηνεύσουν τι μπορεί να σημαίνει
όλο αυτό, εκείνοι σήκωναν αδιάφορα τούς
ώμους και μετρούσαν τα κινέζικα Γιουάν
στις τσέπες τους.
Ώσπου οι αγορές
έκλεισαν και οι ντόπιοι δεν μπορούσαν
να πουλήσουν απ’ ευθείας. Μόνο μέσω των
Κινέζων γινόταν η δουλειά και τούς
έζωσαν τα φίδια. Περίμεναν να ζοριστούν
κι άλλο οι τιμές κι έτρεμαν με τον γίγαντα
που έμπλεξαν. Κανέναν τους δεν έπιανε
ο ύπνος. Για τούς άλλους, τούς γλεντοκόπους
των κηδειών, ήταν η κάθαρση στην ύβρη
τού δάσους. Μα όλοι τους έπεφταν έξω.
Χειρότερη μοίρα περίμενε τούς άρπαγες.
Οι Κινέζοι είχαν ήδη φτιάξει τεχνητό
μάρμαρο, που κόστιζε ελάχιστα και στον
παραγωγό και στους αγοραστές. Με την
προσωρινή ζημιά τής τακτικής τους μπήκαν
στις αγορές μαρμάρου, γνωρίστηκαν με
τούς εμπόρους και τούς πλάσαραν το νέο
προϊόν από θέση κεκτημένης εμπιστοσύνης.
Οι Κινέζοι είχαν πλάνο.
Τα πλάνα
κυριαρχούν στην εποχή μας. Δίνουν
υπεραξία μεγαλύτερη απ’ ό,τι η τεχνολογία
και το όνομα, στα παλιά εργοστάσια. Δυο
αιώνες τώρα τη δύναμη την υπολόγιζαν
με την ανάγκη τού κόσμου για το προϊόν,
τούς ανταγωνιστές, τις μηχανές, τα γήπεδα
και τα κτίσματα. Από δω τα αφεντικά, από
κει οι εργάτες. Ό,τι κέρδιζε ο ένας, το
στερούνταν ο άλλος. Ξεκάθαρες σχέσεις.
Στα τέλη τού
εικοστού γεννήθηκε στα εργαστήρια η
Ντόλυ. Το άλμα τού επιστήμονα στην κόντρα
του με τον θεό, να τού πάρει τη θέση. Και
ακριβώς τότε, παραδίπλα, στις αίθουσες
των θεωρητικών τής οικονομίας, η δύναμη
τού κεφαλαίου συγκλονίζονταν από τη
γέννηση των Golden-boys.
Ξενιστής απόμεινε πια η τρανή τσιμινιέρα
και τα παράσιτα τού Χρηματιστηρίου
ανεβοκατεβάζουν εν
ριπή οφθαλμού
πλαστά την
αξία της. Ανάλογα πώς κερδίζουν. Από την
αγορά ή την πώληση της. Αφεντικά κι
εργάτες στριμώχτηκαν στην ίδια πλευρά,
θύματα των πλάνων στους υπολογιστές
των Golden-boys.
Μεροκάματα και μερίσματα εξανεμίζονται
ταυτόχρονα σε μία χρηματιστηριακή
συνεδρίαση. Η ίδια τσιμινιέρα εκτοξεύεται
στον ουρανό, κατακρημνίζεται στα εξ ων
συνετέθη, περνάς πρωί - πρωί τη βρίσκεις
στη θέση της, ούτε στον ουρανό ούτε στη
γης, βαρετά η ίδια, μα στο ταμπλό της
κεφαλαιαγοράς οι αριθμοί τρελαίνονται
κι ο χορός τους γεννά αυτοκτονίες, ουρές
συσσιτίων σε ανέργους, ψεύτικο χρήμα
σε πλούσιους τής μιας στιγμής και
προπαντός αμύθητα πριμ στα παράσιτα.
Το παντοδύναμο σύστημα τρώει τις σάρκες
του και ηττάται από τα παιδιά του.
Με θρησκευτική
υποταγή σε διεστραμμένα πλάνα, σχεδιασμένα
ως και την πιο αποκρουστική τους
λεπτομέρεια. Σαν τις αράχνες τα υφαίνουν
με υπομονή. Απίστευτα χαμένη ενέργεια
για κάτι τόσο πλαστό κι εφήμερο. Μα τα
πλάνα, από τη φύση και τις αξίες τους,
είναι αδηφάγα. Κι όταν δεν βρίσκουν
θύματα παραέξω, ψάχνουν τριγύρω τους.
Σαν μαύρες τρύπες, εκεί ψηλά, ρουφούν
μέσα τους και χάνονται ήλιοι και πλανήτες
αλλά και η ίδια η ύλη που τα δημιούργησε.
Γι’ αυτό και στα πανάκριβα γραφεία των
Golden-boys,
δίπλα στις βιταμίνες και τα συμπληρωματικά,
πολλαπλάσια είναι τα αγχολυτικά και οι
ψεύτικοι παράδεισοι. Δεν μετρούν τα
μηδενικά στους τραπεζικούς τους
λογαριασμούς. Πόλεμος είναι η ζωή και
σκοτώνουν πριν σκοτωθούν. Υποπτεύονται
τούς πάντες. Τρέμουν το λάθος που θα
τούς εκθέσει. Μέχρι που ένα βράδυ
καθαρίζει ο νους τους και τούς πιάνει
κρύος ιδρώτας, στριφογυρίζοντας στο
κρεβάτι. Για πρώτη φορά υποψιάζονται
πως και οι ίδιοι είναι αναλώσιμοι σε
μεγαλύτερο πλάνο. Γιατί πάνω από τα
Golden-boys
βρίσκεται η παντοδύναμη γενιά που
γεννήθηκε στον πόλεμο κι όλα πόλεμο τα
βλέπει. Αυτών δημιουργήματα είναι. Γιατί
όχι και θύματα; Και πάνω από όλους τα
χρυσά βαμπίρ. Που έφτιαξαν τον πόλεμο.
Τρέχουν το άλλο πρωί στο γραφείο με την
ψυχή στο στόμα και οι φόβοι τους
επιβεβαιώνονται από την πρώτη στιγμή.
Οι γραμματείς δεν σηκώνονται φοβισμένες
μόλις περνούν. Και πιο μέσα, στην πόρτα
είναι καρφωμένο ξένο όνομα. Τα προσωπικά
τους αντικείμενα, μαζεμένα πρόχειρα σε
άδεια κουτιά Α4, πάνω στο γραφείο τού
προθαλάμου. Στον ίδιο ακριβώς χώρο που
μέχρι χθες λύνονταν τα γόνατα όσων τους
περίμεναν υπομονετικά, εκλιπαρώντας
την κατανόηση τους. Γιατί να τούς λυπόταν;
Η καταστροφή τους ήταν προσχεδιασμένη
κι όχι κακόμοιρη. Και να που τώρα είχε
έρθει και η δική τους σειρά.
* * *
Τα golden
boys του Τραπεζικού
Συστήματος, της ιδιωτικής Κινητής
Τηλεφωνίας και των πολύ γνωστών
μεγαλοεπιχειρηματικών συμφερόντων,
έχουν βάλει σε εφαρμογή το ΠΛΑΝΟ για να
κλείσει η ΟΠΑΠ, η μόνη διοργανώτρια
τυχηρών παιγνίων με φυσικό δίκτυο. Να
γίνονται όλες οι συναλλαγές μέσω Τραπεζών
και Κινητής Τηλεφωνίας. Να βάλουν και
το δαχτυλάκι τους στο μέλι οι
μεγαλοεπιχειρηματίες, που έχουν τις
πολιτικές γνωριμίες και χωρίς αυτές η
δουλειά δεν γίνεται.
Τίποτε δεν θα
καταφέρουν. Στον λάκκο που ανοίγουν τα
Golden Boys εκεί
μέσα θα πέσουν και ελπίζω η ΠΟΕΠΠΠ να
τους ρίξει από πάνω και χίλια κιλά
ασβέστη, να ψηθούν μια και καλή.
Αλλά ζημιά
μπορεί να κάνουν. Ώσπου να τους
διαολοστείλουμε μια και καλή, όλο και
κάποιες δαγκωματιές θα μας καταφέρουν,
σαν καρχαρίες που είναι. Όπως με τα
Βιβλία Εσόδων Εξόδων, που κι αυτά μέρος
του πλάνου ήταν. Γι’ αυτό τα μάτια μας
ανοιχτά…
Κίμων
Κλωνάρης
0 γραψτε το σχολιο σας:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ όταν σχολιάζετε ανώνυμα να είστε ευγενείς και να αποφεύγετε τα προκλητικά σχόλια.
Σχόλια τα οποία προέρχονται από χρήστες των οποίων τα στοιχεία δεν είναι ευκρινώς αναγνωρίσιμα και περιέχουν προσβλητικές εκφράσεις ή αφήνουν υπονοούμενα θα διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.
Η ουσία της παρέμβασης του καθένα πρέπει να αφορά γεγονότα ή καταστάσεις και όχι πρόσωπα.